Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀχθηρός

См. также в других словарях:

  • οχθηρός — ὀχθηρός, ά, όν (Α) [όχθος] λοφώδης, γεμάτος λόφους …   Dictionary of Greek

  • ὀχθηρά — ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc pl ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc/acc dual ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχθηρῶν — ὀχθηρός hilly fem gen pl ὀχθηρός hilly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχθηρόν — ὀχθηρός hilly masc acc sg ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχθηροῖο — ὀχθηρός hilly masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχθηρῆς — ὀχθηρός hilly fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ὀχθηράν — ὀχθηρά̱ν , ὀχθηρός hilly fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»