-
1 ὀχθηρός
-
2 ὀχθηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχθηρός
-
3 ὀχθηρός
-
4 οχθηρά
ὀχθηρόςhilly: neut nom /voc /acc plὀχθηρά̱, ὀχθηρόςhilly: fem nom /voc /acc dualὀχθηρά̱, ὀχθηρόςhilly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 ὀχθηρά
ὀχθηρόςhilly: neut nom /voc /acc plὀχθηρά̱, ὀχθηρόςhilly: fem nom /voc /acc dualὀχθηρά̱, ὀχθηρόςhilly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 οχθηρών
-
7 ὀχθηρῶν
-
8 οχθηρόν
-
9 ὀχθηρόν
-
10 οχθηρής
-
11 ὀχθηρῆς
-
12 οχθηροίο
-
13 ὀχθηροῖο
-
14 οχθηράν
-
15 ὀχθηράν
См. также в других словарях:
οχθηρός — ὀχθηρός, ά, όν (Α) [όχθος] λοφώδης, γεμάτος λόφους … Dictionary of Greek
ὀχθηρά — ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc pl ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc/acc dual ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρῶν — ὀχθηρός hilly fem gen pl ὀχθηρός hilly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρόν — ὀχθηρός hilly masc acc sg ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηροῖο — ὀχθηρός hilly masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρῆς — ὀχθηρός hilly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ὀχθηράν — ὀχθηρά̱ν , ὀχθηρός hilly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)