Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀχεύς

См. также в других словарях:

  • ὀχεύς — anything used for holding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχεύς — ο (Α ὀχεύς, έως και επικ. τ. ῆος) καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι αρχ. 1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι 2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης 3. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • ὀχῆα — ὀχεύς anything used for holding masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆας — ὀχεύς anything used for holding masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆες — ὀχεύς anything used for holding masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆος — ὀχεύς anything used for holding masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχήων — ὀχεύς anything used for holding masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… …   Dictionary of Greek

  • μετοχεύς — μετοχεύς, ὁ (Α) αυτός που μετέχει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οχεύς (< ὀχεύς < θ. οχ τού ἔχω), πρβλ. παρ οχεύς, υπ οχεύς] …   Dictionary of Greek

  • MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PESSULUS — Graece πάσσαλος, quam vocem ἀπὸ τῶ πεσσῶι nonnulli infeliciter deducunt: nihil enim πεσσοὶ muliebres commune habent cum pessulo, voce eâ Graecâ a similitudine πεσσῶν fictâ. Sunt autem πεσσοὶ saxeae pilae partim rotundae, partim quadratae, sed ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»