Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀφρύδιον

См. также в других словарях:

  • ὀφρύδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύδια — ὀφρύδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ρολόγι — και ρολόι, το, Ν 1. συσκευή μέτρησης τού χρόνου που δείχνει τις ώρες και τα λεπτά τού ημερονυκτίου 2. μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γκαζιού, που δείχνει την αντίστοιχη κατανάλωση 3. φρ. α) «ηλιακό ρολόι» ρολόι στο οποίο η ώρα δείχνεται από …   Dictionary of Greek

  • φρύδι — το, ΝΜ η οφρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύδιον, υποκορ. τού ὀφρύς* με σίγηση τού αρκτικού ο (πρβλ. μάτι < ὀμμάτιον)] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ώπιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρύδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ τού ὄπωπα*, με μακρό φωνηεντισμό και επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»