Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀφλημάτων

См. также в других словарях:

  • ὀφλημάτων — ὄφλημα fine incurred in a lawsuit neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»