-
1 οφλημάτων
-
2 ὀφλημάτων
-
3 αφεσις
- εως ἥ1) бросание, метание(βελῶν Plut.)
2) выпускание(ἵππων Diod.)
3) извержение, испускание(ὕδατος, σπέρματος Arst.)
4) отпускание, освобождение(πλοίων Dem.; αἰχμαλώτων Polyb.; τῆς στρατείας Plut.)
5) ( о животных) разрешение от бремени Arst.6) отпущение, прощение(φόνου Plat.; ὀφλημάτων Dem.)
7) расторжение брака, уведомление о разводе(πέμψαι τέν ἄφεσίν τινι Plut.)
8) Arst. = ἀφεσμός См. αφεσμος -
4 δυσεκλειπτος
См. также в других словарях:
ὀφλημάτων — ὄφλημα fine incurred in a lawsuit neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… … Dictionary of Greek