Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀφιογενεῖς

См. также в других словарях:

  • ὀφιογενεῖς — ὀφιογενής serpent gendered masc/fem acc pl ὀφιογενής serpent gendered masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφιογενής — ὀφιογενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῑς ονομασία μερικών ασιατικών φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + γενής (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»