Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀφιδίων

См. также в других словарях:

  • ὀφιδίων — ὀφίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρόφις — ο ζωολ. γένος οφιδίων, ερπετών τής οικογένειας uropeltidae …   Dictionary of Greek

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδοσαύρια — (lepidosauria). Υφομοταξία διαψιδωτών ερπετών, η οποία παρουσιάστηκε κατά την πέρμιο περίοδο. Τα λ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ρυγχοκέφαλα και στα λεπιδωτά ή φολιδωτά. Τα λεπιδωτά υποδιαιρούνται στις τάξεις των σαυρομόρφων, των… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • μάμπα — Κοινή ονομασία δύο ειδών αφρικανικών φιδιών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των ελαπίδων της υπόταξης των οφιδίων της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Το πρώτο είδος (Dendroaspis polylepis) ονομάζεται μαύρο μ., ωστόσο παρά το όνομά του έχει χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόδους — ο ζωολ. γένος οφιδίων, ερπετών τής οικογένειας columbridae …   Dictionary of Greek

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που παρουσιάζει τριγωνοκεφαλία 2. ζωολ. γένος οφιδίων που περιλαμβάνει ιοβόλα φίδια τών οποίων το μήκος φθάνει μέχρι και 1,50 μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephalous < τρίγωνος + κέφαλος (< κεφαλή). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τυφλωπίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια οφιδίων στην οποία ανήκουν μικρά φίδια με υποτυπώδεις οφθαλμούς, τα οποία μοιάζουν με στιλπνά σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlopidae (< τυφλώψ* + ίδες)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»