-
1 οσφρητόν
-
2 ὀσφρητόν
-
3 οσφρητος
См. также в других словарях:
ὀσφρητόν — ὀσφρητός masc acc sg ὀσφρητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οσφρητόν
2 ὀσφρητόν
3 οσφρητος
ὀσφρητόν — ὀσφρητός masc acc sg ὀσφρητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)