-
1 οσφρητάς
-
2 ὀσφρητάς
См. также в других словарях:
ὀσφρητάς — ὀσφρητά̱ς , ὀσφρητός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οσφρητάς
2 ὀσφρητάς
ὀσφρητάς — ὀσφρητά̱ς , ὀσφρητός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)