Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀσφρητικός

См. также в других словарях:

  • οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • οσφρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην όσφρηση: Οσφρητικά νεύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀσφρητικῶν — ὀσφρητικός fem gen pl ὀσφρητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικόν — ὀσφρητικός masc acc sg ὀσφρητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικαῖς — ὀσφρητικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοῖς — ὀσφρητικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοί — ὀσφρητικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοῦ — ὀσφρητικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικούς — ὀσφρητικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικῆς — ὀσφρητικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητική — ὀσφρητικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»