-
1 ὀσφρητικός
ὀσφρητικός, = ὀσφραντικός, Alex. Trall. κύνες ὀσφρητικώτατοι, D. L. 9, 80.
-
2 οσφρητικος
-
3 οσφρητικός
η, ό[ν] обонятельный; относящийся к обонянию;οσφρητικός βολβός анат. — обонятельная луковица
-
4 ὀσφρητικός
A = ὀσφραντικός, Gal.2.873, D.L.9.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀσφρητικός
-
5 οσφρητικών
-
6 ὀσφρητικῶν
-
7 οσφρητικόν
-
8 ὀσφρητικόν
-
9 обонятельный
обоня||тельныйприл ὁσφρητικός, ὁσφραντικός. -
10 οσφρητικής
-
11 ὀσφρητικῆς
-
12 οσφρητικαίς
-
13 ὀσφρητικαῖς
-
14 οσφρητικοίς
-
15 ὀσφρητικοῖς
-
16 οσφρητικού
-
17 ὀσφρητικοῦ
-
18 οσφρητικοί
-
19 ὀσφρητικοί
-
20 οσφρητικούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
οσφρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην όσφρηση: Οσφρητικά νεύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀσφρητικῶν — ὀσφρητικός fem gen pl ὀσφρητικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικόν — ὀσφρητικός masc acc sg ὀσφρητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικαῖς — ὀσφρητικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοῖς — ὀσφρητικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοί — ὀσφρητικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοῦ — ὀσφρητικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικούς — ὀσφρητικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικῆς — ὀσφρητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητική — ὀσφρητικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)