-
1 οσφραινομαι
(fut. ὀσφρήσομαι, aor. 2 ὠσφρόμην, ион. aor. 1 ὠσφράμην; adj. verb. ὀσφραντός)1) нюхать, обонять(ὀδμήν Her.; ἀκούειν καὴ ὁρᾶν καὴ ὀ. Plat.; ἥ αἴσθησις ἥ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Arst.)
2) перен. чуять, ощущать присутствие(τῆς τυραννίδος Arph.; χρυσίου Luc.)
-
2 οσφραίνομαι
(αόρ. ωσφράνθην) μετ.1) нюхать, обонять; 2) перен. постигать чутьём; чуять, подозревать, замечать -
3 οσφραίνομαι
[осфрэномэ] ρ обонять, ощущать залах, (о собаках) чуять. -
4 οσφραομαι
Luc. = ὀσφραίνομαι См. οσφραινομαι -
5 οσφρησομαι
fut. к ὀσφραίνομαι См. οσφραινομαι -
6 οσφρομενος
part. к ὀσφραίνομαι См. οσφραινομαι -
7 ωσφραμην
-
8 οσμίζομαι
см. οσφραίνομαι
См. также в других словарях:
οσφραίνομαι — οσφραίνομαι, οσφράνθηκα βλ. πίν. 46 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀσφραίνομαι — catch scent of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek
οσφραίνομαι — οσφράνθηκα 1. μυρίζω, μυρίζομαι. 2. μτφ., προαισθάνομαι, υποπτεύομαι: Οσφραίνομαι υπαναχώρηση από τη συμφωνία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀσφραίνεσθε — ὀσφραίνομαι catch scent of pres imperat mp 2nd pl ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd pl ὀσφραίνομαι catch scent of imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραίνῃ — ὀσφραίνομαι catch scent of pres subj mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραινομένων — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp fem gen pl ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραινόμεθα — ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 1st pl ὀσφραίνομαι catch scent of imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραινόμενον — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp masc acc sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραῖνον — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part act masc voc sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφραίνει — ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)