-
1 ὀσφραντικός
ὀσφραντικός, zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.
-
2 ὀσφραντήριος
ὀσφραντήριος, riechend, witternd, μυκτῆρες, Ar. Ran. 891; – τὸ ὀσφραντήριον, sc. φάρμακον, ein Mittel, woran man riecht, um sich zu stärken u. zu erfrischen, Sp.
-
3 ὀσφράδιον
-
4 ὀσφραντήριος
ὀσφραντήριος, riechend, witternd; τὸ ὀσφραντήριον, sc. φάρμακον, ein Mittel, woran man riecht, um sich zu stärken u. zu erfrischen
См. также в других словарях:
οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή … Dictionary of Greek