-
1 οστρακωδης
2черепкообразный, т.е. покрытый жесткой кожей(οἱ καρκίνοι Arst.)
, панцирем(ἥ χελώνη Arst.)
, скорлупой
См. также в других словарях:
κομμιωματώδης — ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα 2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, τ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, οστρακ ώδης)] … Dictionary of Greek