-
1 οστράκωι
-
2 ὀστράκωι
См. также в других словарях:
ὀστράκωι — ὀστράκῳ , ὄστρακον earthen vessel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οστράκωι
2 ὀστράκωι
ὀστράκωι — ὀστράκῳ , ὄστρακον earthen vessel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)