-
1 οστρείων
-
2 ὀστρείων
См. также в других словарях:
ὀστρείων — ὄστρειον neut gen pl ὄστρεον oyster neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύξαγρις — και πύξαγρις, άγριδος, ὁ, Α είδος κάβουρα («διὰ τὸ τὰς πτυχὰς τῶν ὀστρείων ἀγρεύειν», Ζωναρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύξ (< πτύσσω) + ἄγρα «καταδίωξη και σύλληψη ζώων, θήραμα, αλίευμα»] … Dictionary of Greek