-
1 οστρακοφορία
ὀστρακοφορίᾱ, ὀστρακοφορίαvoting with: fem nom /voc /acc dualὀστρακοφορίᾱ, ὀστρακοφορίαvoting with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὀστρακοφορία
ὀστρακοφορίᾱ, ὀστρακοφορίαvoting with: fem nom /voc /acc dualὀστρακοφορίᾱ, ὀστρακοφορίαvoting with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 οστρακοφορια
-
4 ὀστρακοφορία
ὀστρᾰκο-φορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακοφορία
-
5 ὀστρακοφορία
ὀστρακο-φορία, ἡ, das Abgeben seiner Stimme mit einer Scherbe -
6 οστρακοφορίας
ὀστρακοφορίᾱς, ὀστρακοφορίαvoting with: fem acc plὀστρακοφορίᾱς, ὀστρακοφορίαvoting with: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ὀστρακοφορίας
ὀστρακοφορίᾱς, ὀστρακοφορίαvoting with: fem acc plὀστρακοφορίᾱς, ὀστρακοφορίαvoting with: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 οστρακοφορίαν
-
9 ὀστρακοφορίαν
См. также в других словарях:
ὀστρακοφορία — ὀστρακοφορίᾱ , ὀστρακοφορία voting with fem nom/voc/acc dual ὀστρακοφορίᾱ , ὀστρακοφορία voting with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρακοφορία — ὀστρακοφορία, ἡ (Α) [οστρακοφορώ] η ψηφοφορία με όστρακα … Dictionary of Greek
ὀστρακοφορίας — ὀστρακοφορίᾱς , ὀστρακοφορία voting with fem acc pl ὀστρακοφορίᾱς , ὀστρακοφορία voting with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοφορίαν — ὀστρακοφορίᾱν , ὀστρακοφορία voting with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Остракизм — (όστρακισμός, όστρακοφορία) был введен в Афинах Клисфеном (см.) как мера против сторонников низвергнутой тирании, которых в городе оставалось еще много, а главным образом против Пизистратида Гиппарха, сына Харма, который в 496 г. был выбран в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона