Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀστρία

См. также в других словарях:

  • όστρια — η κοινή ονομασία τού νότιου ανέμου, νοτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ostro < λατ. auster, stris «νότιος άνεμος»] …   Dictionary of Greek

  • όστρια — η (λ. ιταλ.), νότιος άνεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευρόνοτος — ο (ΑΜ εὐρόνοτος, ὁ, ἡ) νότιος νοτιοανατολικός άνεμος, όστρια σιρόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος (ο) + νότος] …   Dictionary of Greek

  • νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

  • νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… …   Dictionary of Greek

  • οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] …   Dictionary of Greek

  • οστριασιρόκος — και οστριασορόκος, ο ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο ευρόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + σιρόκος / σορόκος] …   Dictionary of Greek

  • Γώγου, Κατερίνα — (Αθήνα 1940 – 1993). Ηθοποιός του κινηματογράφου, σεναριογράφος και ποιήτρια. Αιώνια έφηβη στα αντισυμβατικά ποιήματά της, οργισμένη και αρκετά επηρεασμένη από τον Μαγιακόφσκι, η Γ. ξεκίνησε επαγγελματικά ως ηθοποιός, αλλά κατάφερε να… …   Dictionary of Greek

  • νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νότος — ο 1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλ. μεσημβρία, νοτιά, με σύμβολο το Ν. 2. νότιος άνεμος, η όστρια, η νοτιά: Άνεμε βοριά και νότε, μη μου κουρταλείς την πόρτα (παροιμ.). 3. ως κύρ. όν., Νότος προσωποποίηση του νότιου ανέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»