-
1 όστρια
η южный ветер -
2 όστρια
el migjorn -
3 όστρια
kıble rüzgarı -
4 ὄστρεον
A oyster; the proper [dialect] Att. form is ὄστρειον (ὄστρεια.. ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ath.3.92e
, cf. Moer.p.285 P. (who recommends ὀστρία [pron. full] [ῑ] wrongly), Phot., etc.), and this is required by the metre in the earlier Poets,κόγχοι, μύες, κὤστρεια A.Fr.34
;ὄστρεια συμμεμυκότα Epich.42
( ὄστρεα codd. Ath.);πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Cratin.8
;πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Anaxandr.41.61
(anap.); while ὄστρεον is used in late [dialect] Ep., Matro Conv.16, Nic.Fr.83, and is found in Pap., PCair.Zen.82.13 (iii B. C.), POxy.738.5 (i A. D.):—the readings vary in Pl. (v. infr. III), as in Arist., cf. HA 490b10, 525a20: generally, of all bivalves, ib. 525a20, 528a1, Fr. 304, Gal.12.345.III purple pigment, prob. that produced by the murex, cf. Arist.HA 548a12;ὄστρεον μόνον ἐπιφέρειν Pl.Cra. 424d
;ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος Id.R. 420c
;τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Callix.2
: ὄστρεα· τὰ κογχύλια, Αάκωνες ἄνθος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄστρεον
См. также в других словарях:
όστρια — η κοινή ονομασία τού νότιου ανέμου, νοτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ostro < λατ. auster, stris «νότιος άνεμος»] … Dictionary of Greek
όστρια — η (λ. ιταλ.), νότιος άνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευρόνοτος — ο (ΑΜ εὐρόνοτος, ὁ, ἡ) νότιος νοτιοανατολικός άνεμος, όστρια σιρόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος (ο) + νότος] … Dictionary of Greek
νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] … Dictionary of Greek
οστριασιρόκος — και οστριασορόκος, ο ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο ευρόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + σιρόκος / σορόκος] … Dictionary of Greek
Γώγου, Κατερίνα — (Αθήνα 1940 – 1993). Ηθοποιός του κινηματογράφου, σεναριογράφος και ποιήτρια. Αιώνια έφηβη στα αντισυμβατικά ποιήματά της, οργισμένη και αρκετά επηρεασμένη από τον Μαγιακόφσκι, η Γ. ξεκίνησε επαγγελματικά ως ηθοποιός, αλλά κατάφερε να… … Dictionary of Greek
νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νότος — ο 1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλ. μεσημβρία, νοτιά, με σύμβολο το Ν. 2. νότιος άνεμος, η όστρια, η νοτιά: Άνεμε βοριά και νότε, μη μου κουρταλείς την πόρτα (παροιμ.). 3. ως κύρ. όν., Νότος προσωποποίηση του νότιου ανέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)