-
1 οστακός
-
2 ὀστακός
-
3 ὀστακός
ὀστᾰκός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστακός
-
4 ὀστακός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀστακός
-
5 οστακοίς
-
6 ὀστακοῖς
-
7 οστακόν
-
8 ὀστακόν
-
9 ἀστακός
ἀστακός, ὁ,A the smooth lobster, Philyll.13, Arist.HA 526a11, 549b14, Matro Conv.66, Archestr.Fr.24.1; ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀ. the river cray-fish, Arist.HA 530a28.II hollow of the ear, Poll.2.85. (By assimilation from ὀστακός, the [dialect] Att. form acc. to Ath.3.105b.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστακός
-
10 ἀστακός
Grammatical information: m.Meaning: 1. `the smooth lobster' (Philyll.), 2. `hollow of the ear' (Poll.).Other forms: ὀστακός (Aristom.; acc. to Ath. 3, 105b Attic)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally seen as `with bones', a k-derivation of the n-stem in Skt. asthán-, asthn- (nom. ásthi, s. ὀστέον); so *ostn̥-kó-s. One compared Skt. an-ástha + ka- `without bones', but this is irrelevant: it is a Sanskrit compound with a suffix productive in that language. Nor does MInd. aṭṭhi-taco `lobster' \< * asthi-tvacas- `with bony skin' prove anything for Greek. The etymology dates from the time that a Greek word had to be IE. The formation is unparallelled, the assimilation not very probable (beside ὀστέον). Rather a substr. word with α\/ο-. Fur. 137 etc. - Cf. ὀστέον and ἀστράγαλος, ὄστρακον.Page in Frisk: 1,169Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστακός
См. также в других словарях:
οστακός — ὀστακός, ὁ (Α) αστακός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός] … Dictionary of Greek
ὀστακός — lobster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστακοῖς — ὀστακός lobster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστακόν — ὀστακός lobster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- — ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n English meaning: bone Deutsche Übersetzung: “Knochen” Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek