-
1 οστέοις
-
2 ὀστέοις
-
3 περιθριγκόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιθριγκόω
-
4 προσστέλλω
A bring close to,καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6
:—[voice] Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.II [voice] Pass., to be tight-drawn, close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7;προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599
; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn. 807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου.. προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA 630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452;φύλλα Dsc.4.88
; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.2 metaph., to be orderly, modest, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσστέλλω
-
5 προσφυής
προσ-φῠής, ές,A firmly attached by growth, Thphr.CP1.6.3;λοβοὶ ὤτων προσφυεῖς PPetr.3p.25
;ὄνυχες π. τῇ σαρκί Adam.2.4
; opp.προσαρτής, χοιράς Antyll.
ap.Orib.45.2.2.2 fixed or attached to, θρῆνυν.. προσφυέ' ἐξ αὐτῆς [τῆς κλισίης] Od.19.58;τοῖς ὀστέοις Diog.Oen.39
: metaph., inseparable from, Epicur.Fr. 200: [comp] Comp., more akin to, Pl.Phlb. 64c, 67a. Adv. - ῶς, of kissing, Luc.DMeretr.3.2.3 π. τινί attached or devoted to,ἐδωδαῖς καὶ.. ἡδοναῖς Pl.R. 519b
.II naturally belonging to, suitable or fitted for a thing,τῶν δικαίων π. καὶ συγγενεῖς Id.Ep. 344a
;τοῖς πράγμασι π. λέξις D.H.Th.5
;π. τῷ θεῷ ἄγαλμα Hierocl. in CA1p.421M.
: c. inf., οἰκτίσασθαι -έστατος most adapted to move pity, Longin.34.2. Adv. - ῶς, [dialect] Ion. -έως, προσφυέως λέγειν speak suitably, ably, Hdt.1.27, cf. Ph.2.421, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφυής
-
6 συντιτρώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντιτρώσκω
-
7 ἐνείρω
A entwine, enwreath,τέττιγας ταῖς θριξί Ael.VH4.22
:—[voice] Pass.,ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους Hdt.4.190
.2 thread, pass through, A. n.Tact.31.18; alsoκαρίδα ἀγκίστρῳ Ael.NA1.15
;ὀστέοις καὶ νεύροις τινά LXX Jb.10.11
;ῥίζαν λίνῳ Dsc.2.166
.3 string together, Thphr.HP9.9.1, 9.12.1 ([voice] Pass.).II insert,πῆχυν μεταξὺ τῶν μηρίων Hp.Art.70
;χεῖρας εἰς σφαίρας Dionys.
Eleg.3.3;ἐνεῖραν [πεύκῃ] σφῆνας Babr.38.2
. -
8 ἐνερείδω
A thrust in,μοχλὸν.. ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν Od.9.383
;δακτύλους Hp.Art.34
;βέλος ἐνερεισθὲν τοῖς ὀστέοις Plu.2.344c
; apply,ἐν δὲ πλατὺν ὦμον ἔρεισεν A.R.1.1198
: metaph.,μὴ ἐνέρειδε μηθένα Sammelb. 5905
; fix upon,τὴν ὄψιν τινί Plu.2.586d
; τοὺς ἄκμονας τῷτραχήλῳ Ant.Lib.28.4
;τὸν θυμόν τισι Oenom.
ap. Eus.PE5.34;τὴν ψυχήν Luc.Nigr.7
:—[voice] Med., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ his own knee, Theoc.7.7, cf. Orph.A. 1090.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνερείδω
-
9 ὀστέον
ὀστέον, τό, [dialect] Att. [var] contr. [full] ὀστοῦν, poet. [full] ὀστεῦν AP7.480 (Leon.); [dialect] Aeol. perh. [full] ὄστιον Alc.Oxy.2081 (A d)Fr.5: pl. ὀστέα, [dialect] Att. [var] contr. ὀστᾶ, late [dialect] Ep. ὀστά [ᾰ] Opp.C.1.268, Epigr.in D.L.1.63, Epigr.Gr.517.7 ([place name] Edessa); [dialect] Dor.ὀστία Theoc.2.61
; but Trag. and Com. use gen. pl. ὀστέων, A.Fr. 367 (codd. Poll.), S.Tr. 769, Ar.Ach. 1226, and it is so written in E.Tr. 1177 where metre requires ὀστῶν: and the un[var] contr. forms generally occur in later Prose, as in Arist. (v. infr.); nom.ὀστέον PLit.Lond.167.17
(ii/iii A. D.); dat. pl.ὀστέοις Diog.Oen.39
; [dialect] Ep. gen. pl. ὀστεόφιν (v. infr.):— bone, freq. in Hom. (Il.4.460, al.) and Hp. (VC1, al.); Hes. only in pl., Th. 540, al.; λεύκ' ὀστέα the bleached bones of the dead, Od.1.161, etc.;σάρκας τε καὶ ὀστέα 9.293
; πολὺς δ' ἀμφ' ὀστεόφιν θίς a huge heap of bones around, 12.45;ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι 14.134
;γυμνοῦσι τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν Hdt.4.61
; ὀστέων στέγαστρον, of the skin, A.Fr. 367;ἀρχὴ τῶν ὀστῶν ἡ καλουμένη ῥάχις Arist.PA 54b11
; esp. of the cranium, Hp.VC2, al., cf. Il. 12.185.II metaph., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς πόδα, i.e. rocks, Choeril.Trag.2 ( ὀστοῖσιν Nauck).
См. также в других словарях:
ὀστέοις — ὀστέον d Fr. neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
προσστέλλω — ΜΑ (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, η, ον α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.) (αρχ) 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες… … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek