-
1 ὀστάριον
См. также в других словарях:
ὀστάριον — little bone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσταρίοις — ὀστάριον little bone neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσταρίου — ὀστάριον little bone neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσταρίων — ὀστάριον little bone neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσταρίῳ — ὀστάριον little bone neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστάρια — ὀστάριον little bone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστάριο — το (ΑΜ ὀστάριον) μικρό κόκαλο, κοκαλάκι μσν. αρχ. ο πυρήνας, το κουκούτσι τού καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + υποκορ. κατάλ. άριον, με αφαίρεση τής κατάλ. έον] … Dictionary of Greek
οσταρίδιον — ὀσταρίδιον, τὸ (Α) [οστάριον] μικρό κόκαλο, οστάριο … Dictionary of Greek