-
121 unconditionally
adverb άνευ όρων -
122 γελάω
1 smile ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι sc. Cheiron P. 9.38γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
c. part., εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ delights I. 1.68 -
123 κνώδαλον
1 beast γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων asses P. 10.36 ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων serpents N. 1.50 -
124 ὄρθιος
a high-pitched ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον (supp. Lobel) Θρ. 5a. 2 = b. 6. n. s. pro adv., in a high voice,ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων O. 9.109
θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς ὄρθιον φώνασε N. 10.76
b rampantγελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
c dub. ὀ]ρθιο[ (Π̆{s}: ὀ]λβιο[ Π.) P. Oxy. 2442, fr. 111. -
125 ὕβρις
ὕβρις (-ις, -ιος, -ιν.)a arroganceὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (v. Fränkel, D & P, 520̆{24}) P. 1.72ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
“ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν P. 4.112
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.12 τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος I. 4.9
b violence καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων (of the snakes which attacked Herakles) N. 1.50c offensivenessγελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
d pro pers.ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
-
126 ὁράω
+ V 369-336-258-311-265=1539 Gn 1,4.8.9(bis).10A: to see, to look [abs.] Gn 27,1; to see, to behold [τι] Gn 13,15; id. [τινα] Gn 37,29; id. [τι[*]+ptc.] Jos 8,20; id. [τινα[*]+ptc.] Ex 2,6; id. [+indir. question] Gn 18,21; to see that [ὅτι +ind.] Gn 26,28; to perceive [τι] Ex 20,18; to observe, to look at [abs.] Mi 5,4; id. [τι] Mi 3,7; id. [τινα] Zech 10,7; to see, to visit [τινα] 1 Sm 20,29; to witness, to experience [τι] Zph 3,15; to look to [+inf.] Gn 9,16; to behold, to take heed Ex 33,5; to provide sth for sb [τινί τι] Gn 22,8; to see visions Nm 24,3ὁ ὁρῶν seer 2 Kgs 17,13; οὐκ ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου you shall not see my face, you shall not see meGn 43,3; ἰδέ see!, behold! (adv. form frequently rendering Hebr. הנה) Gn 27,6*Lv 23,43 ἴδωσιν (that) they may see corr.? εἴδωσιν (LXX-Gött.) (that) they may know for MT ידעו, see also 2 Kgs 10,10, Is 6,9, Sir 46,10; *Ex 33,13 γνωστῶς ἴδω σε knowing I see you-ידע and ראה? for MT ואדעך and I know you (double transl. of the Hebr.?); *Dt 7,15 ἑώρακας you have seen-ראה for MT ידע you have known, you have experienced (double transl.: ἑώρακας and ἔγνως); *Is 26,14 ἴδωσιν they shall see-יחזו for MT יחיו they shall live; *Jer 30,16(49,22) ὄψεται she shall look-ראה for MT ידאה she soars;*Mi 5,3 καὶ ὄψεται and he shall see-וראה for MT ורעה and he shall pasture; *Eccl 12,5 ὄψονται they shall look (up)-וּיְִרא ראה for MT וּיִָרא ירא they fearsee εἶδον, ἰδέ and οἶδαCf. DORIVAL 1994, 138-139; HARL 1986a, 53.153.195.235; HARLÉ 1988, 119; LE BOULLUEC 1989140.265.316.331; LEE, J. 1983, 131-144; MURAOKA 1990b, 36-37; WALTERS 1973 73.197-204; WEVERS1993 497.521; →NIDNTT; TWNT(→ἀφὁράω, διὁράω, εἰσὁράω, ἐνὁράω, ἐφὁράω, καθὁράω, παρὁράω, προὁράω, συνὁράω, ὑπερὁράω, ὑφὁράω,,) -
127 акцепт
-а α.παραδοχή όρων συμφωνίας. -
128 безоговорочность
-и θ.το ανανχίρρητο(ν), το απερίφραστο(ν), το άνευ όρων.
См. также в других словарях:
ὀρῶν — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (attic epic doric) ὀρός the watery masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρῶν — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc voc sg (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρων — ὄρον implement for pressing grapes neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρων — Ὅρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρων — ὅρος boundary masc gen pl ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ … Dictionary of Greek
ορολογία — (I) η ιατρ. κλάδος τής μικροβιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ορών τού αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η ανίχνευση αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο … Dictionary of Greek