-
1 οριμαλιδες
-
2 ὀριμᾱλίδες
ὀριμᾱλίδες, αἱ, s. ὀρομαλίδες, Theocr. 5, 95 u. Sp.
-
3 ὀριμαλίδες
ὀρι-μαλίδες, αἱ,A v. ὀρομαλίδες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀριμαλίδες
-
4 ὀρο-μᾱλίδες
ὀρο-μᾱλίδες, αἱ, dor. statt ὀρομηλίδες, eine Art wilder Aepfel, Bergäpfel, Theocr. 5, 94, alte v. l. ὀριμαλίδες ist falsch.
-
5 ὀρομαλίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρομαλίδες
См. также в других словарях:
οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες … Dictionary of Greek
ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek