-
1 ορωρυγμαι
См. также в других словарях:
ὀρώρυγμαι — ὀρύσσω dig perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ορωρυγμαι
ὀρώρυγμαι — ὀρύσσω dig perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)