-
1 νορθακινοί
νορθακινοί· ἀσθενεῖς, Id. [full] νόρρος· ἄνθος μήλινον λωτοῦ, Id.: also a tree growing by the sea (also called νορειά), Id. [full] νορύειν· γῆν ὀρύειν (sic), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νορθακινοί
-
2 νορύην
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νορύην
См. также в других словарях:
νορύειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γῆν ὀρύειν» … Dictionary of Greek