Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρόντιον

См. также в других словарях:

  • ορόντιον — ὀρόντιον, τὸ (Α) είδος φυτού το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τον ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται πιθ. στο όνομα ενός γιατρού Ορόντη, που επινόησε τη θεραπευτική αυτή αγωγή] …   Dictionary of Greek

  • ὀρόντιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροντίου — ὀρόντιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»