-
1 ὀρός
ὀρός, ὁ,A the watery or serous part of milk, whey,ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222
;ὀρὸν πίνων 17.225
, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA 521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23.4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form [full] ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form [full] οὐρός was coined by Nic. Th. 708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.) -
2 πίσσα
A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. writtenπισᾶν IG42(1).102.278
(Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 ([place name] Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51;πέπονθα.. ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62
.
См. также в других словарях:
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek