-
1 Ορέσβιον
-
2 Ὀρέσβιον
-
3 ορέσβιον
ὀρέσβιοςliving on mountains: masc /fem acc sgὀρέσβιοςliving on mountains: neut nom /voc /acc sg -
4 ὀρέσβιον
ὀρέσβιοςliving on mountains: masc /fem acc sgὀρέσβιοςliving on mountains: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
Ὀρέσβιον — Ὀρέσβιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέσβιον — ὀρέσβιος living on mountains masc/fem acc sg ὀρέσβιος living on mountains neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek