Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀρέσβιον

См. также в других словарях:

  • Ὀρέσβιον — Ὀρέσβιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέσβιον — ὀρέσβιος living on mountains masc/fem acc sg ὀρέσβιος living on mountains neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»