-
1 ὀρθο-κόρυζος
ὀρθο-κόρυζος, ὁ, wird Alciphr. 3, 48 ein Schauspieler τῆς ἀχαρίστου φωνῆς ἕνεκα genannt, was vom Schnupfen hergenommen sein könnte; man vermuthet ὀρϑοκόρυδος, indem man das sprichwörtliche ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φϑέγγεται, Zenob. 3, 81 u. Diogen. 4, 56 vergleicht, also »laut schreiende Haubenlerche«. Vgl. ὄρϑιος.
-
2 ὀρθοκόρυζος
ὀρθο-κόρυζος, ὁ, ein Schauspieler wird τῆς ἀχαρίστου φωνῆς ἕνεκα genannt, was vom Schnupfen hergenommen sein könnte; man vermutet ὀρϑοκόρυδος, indem man das sprichwörtliche ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φϑέγγεται, vergleicht, also 'laut schreiende Haubenlerche'
См. также в других словарях:
ορθοκόρυδος — ὀρθοκόρυδος, ὁ (Α) πραγματικός κορυδαλλός, παρωνύμιο ανθρώπου ο οποίος είχε λεπτή και αποκρουστική φωνή σαν τού κορυδαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόρυδος «κορυδαλλός»] … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek