Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀρϑοκόρυδος

См. также в других словарях:

  • ορθοκόρυδος — ὀρθοκόρυδος, ὁ (Α) πραγματικός κορυδαλλός, παρωνύμιο ανθρώπου ο οποίος είχε λεπτή και αποκρουστική φωνή σαν τού κορυδαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόρυδος «κορυδαλλός»] …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»