-
1 ὀρθό-κραιρος
ὀρθό-κραιρος, mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρϑοκραιράων).
См. также в других словарях:
ὀρθοκραιράων — ὀρθοκραιρά̱ων , ὀρθόκραιρος with straight masc/fem gen pl (epic aeolic) ὀρθοκραιρά̱ων , ὀρθόκραιρος with straight fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθόκραιρος — ὀρθόκραιρος, αίρα, ον, θηλ. και ος (Α) 1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) αυτός τού οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα 3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.… … Dictionary of Greek