-
1 ορθοδοξία
ὀρθοδοξίᾱ, ὀρθοδοξίαright opinion: fem nom /voc /acc dualὀρθοδοξίᾱ, ὀρθοδοξίαright opinion: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὀρθοδοξίᾱͅ, ὀρθοδοξίαright opinion: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ορθοδοξία
Ορθοδοξία ηПравославие – вероисповедание, содержащее святую веру в Бога в той же чистоте и полноте, в какой передали ее святые апостолы и утвердили святые отцы на семи вселенских соборах;ΦΡ.Κυριακή τής Ορθοδοξίας η — Неделя Торжества Православия – первое воскресенье Великого Поста, в которое Церковь празднует день восстановления иконопочитания (843 г.)Этим. -
3 ὀρθοδοξία
Βλ. λ. ορθοδοξία -
4 ὀρθοδοξίᾳ
Βλ. λ. ορθοδοξία -
5 ορθοδοξία
η1) православие; 2) православные (народы); 3) ортодоксальность, правоверность -
6 ορθοδοξία
[ортодоксиа] ουσ. θ. правоверность, ортодоксия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορθοδοξία
-
7 ορθοδοξία
[ортодоксиа] ουσ θ правоверность, ортодоксия. (εκκλ) православие. -
8 ὀρθοδοξία
ὀρθο-δοξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοδοξία
-
9 ὀρθοδοξία
ὀρθο-δοξία, ἡ, die rechte, richtige Meinung; die Rechtgläubigkeit -
10 ορθοδοξία
правоcлавиеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ορθοδοξία
-
11 ορθοδοξία
orthodoxyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ορθοδοξία
-
12 orthodoxy
ορθοδοξία -
13 ορθοδοξίας
ὀρθοδοξίᾱς, ὀρθοδοξίαright opinion: fem acc plὀρθοδοξίᾱς, ὀρθοδοξίαright opinion: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ὀρθοδοξίας
ὀρθοδοξίᾱς, ὀρθοδοξίαright opinion: fem acc plὀρθοδοξίᾱς, ὀρθοδοξίαright opinion: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 православие
-
16 ορθοδοξίαι
-
17 ὀρθοδοξίαι
-
18 ορθοδοξίαν
-
19 ὀρθοδοξίαν
-
20 κακο-δοξία
κακο-δοξία, ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρϑοδοξία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀρθοδοξία — ὀρθοδοξίᾱ , ὀρθοδοξία right opinion fem nom/voc/acc dual ὀρθοδοξίᾱ , ὀρθοδοξία right opinion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξίᾳ — ὀρθοδοξίᾱͅ , ὀρθοδοξία right opinion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοδοξία — η (ΑΜ ὀρθοδοξία) [ορθοδοξώ] 1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη 2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας τής οποίας είναι η Εκκλησία νεοελλ. 1. το σύνολο… … Dictionary of Greek
ορθοδοξία — η το ανατολικό χριστιανικό δόγμα και το σύνολο των πιστών του: Κυριακή της Ορθοδοξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρθοδοξίας — ὀρθοδοξίᾱς , ὀρθοδοξία right opinion fem acc pl ὀρθοδοξίᾱς , ὀρθοδοξία right opinion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξίαι — ὀρθοδοξίᾱͅ , ὀρθοδοξία right opinion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξίαν — ὀρθοδοξίᾱν , ὀρθοδοξία right opinion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξίαις — ὀρθοδοξία right opinion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — [Григориaт; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ Γρηϒορίου], во имя свт. Николая Чудотворца общежительный муж. мон рь. Расположен на юго зап. побережье п ова Афон (Айон Орос), в устье потока Хрeндели, на невысокой (до 20 м) прибрежной скале, между мон рями… … Православная энциклопедия
ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… … Православная энциклопедия