-
1 ορύγματα
-
2 ὀρύγματα
-
3 ὀρύσσω
Aὄρυγε IG12(5).519
([place name] Seriphos)): [tense] fut.ὀρύξω Il.7.341
: [tense] aor. ὤρυξα, [dialect] Ep. ὄρυξα as always in Hom., Od.11.25, al.: [tense] pf. ὀρώρῠχα ([etym.] κατ-) Pherecr.145.19 : [tense] plpf.ὠρωρύχειν App.BC4.107
:—[voice] Med., [tense] aor.ὠρυξάμην Hdt.1.186
, A.R.3.1032, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. ὀρυχθήσομαι ([etym.] κατ-) Antipho 3.2.10, also ὀρῠχήσομαι ([etym.] κατ-) Ar.Av. 394 (Elmsl.) andὀρωρύξομαι Suid.
s.v. ὤρυσσον (prob.): [tense] aor.ὠρύχθην Hdt.1.186
, etc.: [tense] pf.ὀρώρυγμαι Id.2.158
, etc.; in compds., ὤρυγμαι ( codd.,ὑποκατ- Sophr.3
,δι- Luc.Tim. 53
, etc.): [tense] plpf.ὀρωρύγμην Hdt.1.186
, Pl.Criti. 118c, also ὠρωρύγμην ([etym.] δι-) X.An.7.8.14.—An [tense] aor. 2 [voice] Act. ὤρῠγον occurs in Philostr. VA1.25: [voice] Pass. ,673.6 (Egypt, i A. D.), ([etym.] δι-) Hld.9.7, Gp.4.3.2, ([etym.] κατ-) f.l. in X.An.5.8.11 :—dig,ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον Il.7.341
;βόθρον ὄρυξα Od.11.25
;ἔλυτρον Hdt.1.186
;ὀρύγματα Id.4.200
;ταῖς ὁπλαῖς εὐνάς Ar.Eq. 605
;ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Th.2.76
: abs.,ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων Hdt.7.22
;ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Arist.Pr. 933b33
:—[voice] Med.,δεξαμενὰς ὀρύξασθαι Hdt.3.9
:—[voice] Pass., ὀρώρυκται (sc. ἡ διῶρυξ) Id.2.158 ; τὸ ὀρυχθέν, = τὸ ὄρυγμα, the trench, Id.1.186.II dig up,[μῶλυ] Od.10.305
;κυκλάμινον Theoc.5.123
: [voice] Med., λίθους ὠρύξατο had stones dug or quarried, Hdt.1.186:—[voice] Pass., ὁ ὀρυσσόμενος χοῦς the soil that was dug up, ib. 185 ;ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Pl.Criti. 114e
.III dig through, i. e. make a canal through (like διορύσσειν), τὸν ἰσθμὸν ὀ. Orac. ap. Hdt.1.174 ;τὸ χωρίον ὀρώρυκτο Id.1.186
; of moles, burrow, either abs., as Arist.HA 606a2 ; or γῆν ὀ., Id.Mir. 842b4.IV bury, ἔγχος.. γαίας ὀρύξας ἔνθα μήτις ὄψεται (where γαίας depends on ἔνθα) S.Aj. 659, cf. X.Oec.19.2.V of a wrestler, dig into, gouge a tender part, , cf. Pax 899, Philostr. VA8.25 ; gouge out,ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος Antiph.119
. -
4 ὑπόγειος
A underground, subterraneous,οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100
, 148 (vv.ll. -γεον, -γεα) mines,Id.
4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου)βροντῆς A. Fr.57.10
(anap.);ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33
;ὑ. οἶνος
stored in a cellar,Gal.
19.95.II ὑπόγειον or -γαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόγειος
-
5 ὑπόνομος
2 underground,ὑ. τάφροι
sewers,App.
BC4.13;ὀρύγματα J.AJ7.9.6
;ὑ. ἄντρον Str.13.1.67
; ὑ. τὴν ἀποφορὰν ἔχει, of a lake, Id.12.8.19 (s. v. l.).3 ὑ. ἕλκος a spreading ulcer with undermined edges, Dsc. 5.120;κόλποι ὑ. Id.1.128
, cf. Heras ap.Gal.13.815.II ὑπόνομος, ὁ, as Subst., underground passage, mine, Th.2.76;οὐκέτι ὑπονόμοις, ἀλλ' ἤδη μηχαναῖς αἱρεῖν τὴν πολιτείαν Plu.Caes.6
.3 sewer, Str.5.3.8, App.BC4.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόνομος
-
6 καιάδᾱς
καιάδᾱςGrammatical information: m.Meaning: `pit or cavern at Sparta, into which people sentenced to death or their bodies were thrown' (Th. 1, 134, Paus. 4, 18,4, D. Chr. 80, 9).Other forms: - ου, Dor. -ᾱDerivatives: Also καιάτας, - έτας `id.' (Eust. 1478, 45); καιετός `fissure produced by earthquake' (Str. 8, 5, 7), καίατα ὀρύγματα η τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία HOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The connection with Skt. kévaṭa- m. `pit' must be rejected (Kuiper, Aryans in the Rgveda 27); so no IE. *kaiu̯r̥-t-; cf. Mayrhofer KEWA s. v.). The form καιετός may be a reshaping after ὀχετός, ( σ)κάπετος a. o. In καιάδας an old variant with - δ- is suspected (Schwyzer 498 n. 13; but words like γαιάδας ὁ δῆμος ὑπὸ Λακώνων, γαυσάδας ψευδής H. show the Laconian use of the δᾱ-suffix also oustide their territory). Mixed forms are καιάτας, - έτας. - Vgl. κητώεσσαν. - It seems clear that the word is Pre-Greek; perhaps *kawye-, which would give *καιϜα\/ ετ-; the ε from a after the palatalized consonant (the δ is a normal variant). Fur. 180, 349.Page in Frisk: 1,753Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καιάδᾱς
См. также в других словарях:
ὀρύγματα — ὄρυγμα excavation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOVEIS maxime Leones capi — Plin. docet l. 8. c. 16. quo respicit Ezech. c. 19. v. 2. ubi Iosiae filios et successores Ioachazum et Ioachimum, Propheta eleganti allegoriâ conferr cum leunculis, qui cum praedari et rapto vivere iam inciperent, in venatorum foveas et casses… … Hofmann J. Lexicon universale
PODAGRAE — Graece ποδάγραι, alias ὀρύγματα et ποδοκλάςται, foveae dicebantur olim Graecis, quae non ferarum solum, sed et hostium capiendorum causâ, fiebant: Suid. in ποδάγρα, Τάφρους ὤρυξε καὶ ποδάγρας ὑφῆκεν ὡς θηρίοις τοῖς πολεμίοις. Curius Furtunatianus … Hofmann J. Lexicon universale
SIRI — Graece σιροὶ. subterraneae sunt apothecae. Varro R. R. l. 2. c. 57. Quidam granaria habent sub terris, uti speluncas, quas vocant σιροὺς, ut in Cappadocia ac Thracia. Curtius l. 7. c. 4. ubi de Bactrianis: Siros vocabant barbari, quos ita… … Hofmann J. Lexicon universale
ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… … Dictionary of Greek
επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
καίατα — καίατα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρύγματα ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καιάδας] … Dictionary of Greek
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
μεσοκρινής — μεσοκρινής, ές (Α) 1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση 2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κρινής (< κρίνω),… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek