-
1 ορχήση
ὀρχήσηι, ὄρχησιςdancing: fem dat sg (epic)ὀρχέομαιdance: aor subj mp 2nd sgὀρχέομαιdance: fut ind mp 2nd sgὀρχέωdance: aor subj mid 2nd sgὀρχέωdance: aor subj act 3rd sgὀρχέωdance: fut ind mid 2nd sg -
2 ὀρχήσῃ
ὀρχήσηι, ὄρχησιςdancing: fem dat sg (epic)ὀρχέομαιdance: aor subj mp 2nd sgὀρχέομαιdance: fut ind mp 2nd sgὀρχέωdance: aor subj mid 2nd sgὀρχέωdance: aor subj act 3rd sgὀρχέωdance: fut ind mid 2nd sg -
3 όρχηση
dans
См. также в других словарях:
όρχηση — η (ΑΜ ὄρχησις) [ορχούμαι] ο χορός («μέλος δὲ καὶ ρυθμὸς καὶ ὄρχησις καὶ ῴδή», Πλούτ.) αρχ. 1. παντομιμικός χορός 2. φρ. α) «ὄρχησις ἐν (τοῑς) ὅπλοις» ή «ὄρχησις ἐνόπλιος» πολεμικός χορός β) «Περὶ Ὀρχήσεως» τίτλος έργου τού Λουκιανού … Dictionary of Greek
όρχηση — η χορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρχήσῃ — ὀρχήσηι , ὄρχησις dancing fem dat sg (epic) ὀρχέομαι dance aor subj mp 2nd sg ὀρχέομαι dance fut ind mp 2nd sg ὀρχέω dance aor subj mid 2nd sg ὀρχέω dance aor subj act 3rd sg ὀρχέω dance fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… … Dictionary of Greek
υπόρχημα — Είδος αρχαίας ελληνικής λατρευτικής ποίησης, για το οποίο δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Πιθανώς ήταν χορικό άσμα που συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και μιμικές κινήσεις. Τα υ. δημιουργούνται κυρίως σε κρητικά μέτρα, και ήταν παρόμοια με εκείνα που … Dictionary of Greek
μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
χορεία — η, ΝΜΑ 1. σύνολο χορευτών, χορός 2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.) νεοελλ. ιατρ. κάθε πάθηση τού νευρικού συστήματος, τής… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
εμμέλεια — η (AM ἐμμέλεια) μουσικότητα, μελωδικότητα, αρμονία αρχ. μσν. η όρχηση τού τραγικού χορού αρχ. 1. συμμετρία, χάρη, ευρυθμία 2. αρμονική διαμόρφωση («τὴν περί γάμον καί οἶκον ἐμμέλειαν ἡρμονισμένην παρέχειν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek