-
1 ορχήσεις
ὄρχησιςdancing: fem nom /voc pl (attic epic)ὄρχησιςdancing: fem nom /acc pl (attic)ὀρχέωdance: aor subj act 2nd sg (epic)ὀρχέωdance: fut ind act 2nd sg -
2 ὀρχήσεις
ὄρχησιςdancing: fem nom /voc pl (attic epic)ὄρχησιςdancing: fem nom /acc pl (attic)ὀρχέωdance: aor subj act 2nd sg (epic)ὀρχέωdance: fut ind act 2nd sg -
3 γενικός
A belonging to or connected with the γένος, Arist. Top. 102a36; ἡ διαφορὰ γ. ib. 101b18; generic, Chrysipp.Stoic.2.28, Phld. Sign.18,19,etc.: [comp] Comp., Stoic.2.117, Ptol.Phas.p.5 H.: [comp] Sup., Diog. Bab.Stoic.3.214, BGU282.19 (ii A. D.), etc. Adv.- κῶς M.Ant.8.55
, Plot.6.1.9, Iamb. in Nic.p.22 P., etc.II consisting of families,φυλαί D.H.4.14
, etc.; of the family, ([place name] Sardis), cf. 2712 ([place name] Mylasa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενικός
-
4 θέαμα
A sight, spectacle, Semon.7.67, A.Pr. 306, E.Supp. 783, Ar.Av. 1716, etc.;εἴ τις ὀρχοῖτ' εὖ, θέαμ' ἦν Pl.Com.130
; opp. μάθημα, Th.2.39; freq. of a sight which gives pleasure,θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.Smp.2.2
, cf. 7.5;ὀρχήσεις καὶ θεάματα Phld.Mus.p.26
K.; ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θ. Pl. R. 440a; but alsoθ. δυσθέατον A.Pr.69
, cf. S.Aj. 992; ἑπτὰ θ. the seven wonders of the world, Str.14.2.5, Plu.2.983e: sg., of a marvellously engraved ring, Gal.UP17.1. -
5 ἐκλυγίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλυγίζω
-
6 ἐκπονέω
A work out, finish off, Sapph.98, Pi.P.4.236 ; ;τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Th.3.38
;δολιχὰν τρίβον AP7.212
(Mnasalc.), Ar.Av. 379 ; also, form by instruction, as Chiron did Achilles, E.IA 209 (lyr.); ἐ. τινὰ πέπλοισιν to deck him out, Id.Hipp. 632 :— [voice] Pass., to be wrought out, brought to perfection, ;τὰ σῖτα X.Cyr.8.2.5
;ὅπια ἐκπεπόνηται εἰς κόσμον Id.HG4.2.7
, cf. Pl.R. 529e.2 practise,τὰ πρὸς τὸν πόλεμον X.Cyr.5.1.30
;ὀρχήσεις Plb.4.20.12
:—[voice] Med., Pl.Lg. 834e :—[voice] Pass., of persons, ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα to be in good training or practice, X. Cyr.3.3.57 ;ἐκπεπονημένοι, ὡς ἂν κράτιστοι εἶεν Id.HG6.4.28
.3 work through, execute,τἀντεταιμένα E.Ph. 1648
; ἐ.ἀέθλους finish hard tasks, Theoc.Ep.22.5 ;ἃ ἂν μάθωσιν, ἱκανώτεροι τῷ σώματι ἐ. X.Cyr. 4.3.11
:—[voice] Med., E.Med. 241 :—[voice] Pass.,ταῦτα δυοῖν ἐν ἐτοῖν..μόλις ἐξεπονήθη Cratin.237
.4 labour for, provide by labour, earn, ; : c. acc. et inf., τοὺς θεοὺς ἐ. φράζειν prevail on the gods to tell, Id. Ion 375.7 of food, to digest, X.Mem.1.2.4, Cyr.1.2.16 : abs., Id.Oec.11.12.9 work at, till, ;νειοὶ δ' ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον Theoc.16.94
, cf. Str.5.4.5 ;αἱ [τὴν ὕιην] ἐκπονοῦσαι τέχναι Plu.Per.12
.10 [voice] Pass., to be worn out, brought low,ὑπό τινος Str.5.4.11
;φροντίσιν ἐκπονούμενος Plu.Oth.9
;τὰς ὄψεις ἐ. Id.2.854b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπονέω
-
7 ἰκενάς
См. также в других словарях:
ὀρχήσεις — ὄρχησις dancing fem nom/voc pl (attic epic) ὄρχησις dancing fem nom/acc pl (attic) ὀρχέω dance aor subj act 2nd sg (epic) ὀρχέω dance fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плѧсаниѥ — ПЛѦСАНИ|Ѥ (30), ˫А с. Пляска, танец: отъ мѹжии. или ѿ женъ бывающа˫а плѧсани˫а и трѣбища по нѣкѹѹмѹ обычаю ветъхѹѹмѹ… || отъмѣтаѥмъ заповѣдающе. (ὀρχήσεις) КЕ XII, 60а–б; то же МПр XIV2, 347; Оучащиимъсѧ гражаньскѹѹмѹ законѹ. не подобьно ѥсть… на … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… … Dictionary of Greek
κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… … Dictionary of Greek
κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… … Dictionary of Greek
Δάμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μουσικός και φιλόσοφος (5ος αι. π.Χ.). Η ακμή του προσδιορίζεται γύρω στο 430 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του σοφιστή Προδίκου, λέγεται μάλιστα ότι υπήρξε δάσκαλος του Σωκράτη και σύμβουλος του Περικλή, στον οποίο… … Dictionary of Greek