Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀρχήσεις

См. также в других словарях:

  • ὀρχήσεις — ὄρχησις dancing fem nom/voc pl (attic epic) ὄρχησις dancing fem nom/acc pl (attic) ὀρχέω dance aor subj act 2nd sg (epic) ὀρχέω dance fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плѧсаниѥ — ПЛѦСАНИ|Ѥ (30), ˫А с. Пляска, танец: отъ мѹжии. или ѿ женъ бывающа˫а плѧсани˫а и трѣбища по нѣкѹѹмѹ обычаю ветъхѹѹмѹ… || отъмѣтаѥмъ заповѣдающе. (ὀρχήσεις) КЕ XII, 60а–б; то же МПр XIV2, 347; Оучащиимъсѧ гражаньскѹѹмѹ законѹ. не подобьно ѥсть… на …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… …   Dictionary of Greek

  • κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… …   Dictionary of Greek

  • κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… …   Dictionary of Greek

  • Δάμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μουσικός και φιλόσοφος (5ος αι. π.Χ.). Η ακμή του προσδιορίζεται γύρω στο 430 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του σοφιστή Προδίκου, λέγεται μάλιστα ότι υπήρξε δάσκαλος του Σωκράτη και σύμβουλος του Περικλή, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»