-
1 ορφανευω
1) ( о сиротах) окружать заботами, заботливо воспитывать, призревать(παῖδας Eur.)
2) med. осиротеть, стать сиротой(τέκνα ὀρφανεύεται Eur.)
-
2 ορφανεύω
αμετ. осиротеть, остаться сиротой -
3 ορφανεύω
[орфанэво] ρ оставаться сиротой, быть сиротой.
См. также в других словарях:
ορφανεύω — ορφανεύω, ορφάνεψα, ορφανεμένος βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορφανεύω — και αρφανεύω (Α ορφανεύω) [ορφανός] νεοελλ. 1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου 2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.) αρχ. 1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω… … Dictionary of Greek
ορφανεύω — ορφάνεψα, ορφανεμένος, αμτβ. 1. χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου. 2. δεν έχω προστάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρφανεύσῃ — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 2nd sg ὀρφανεύω take care of aor subj act 3rd sg ὀρφανεύω take care of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευόμενον — ὀρφανεύω take care of pres part mp masc acc sg ὀρφανεύω take care of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεύσομαι — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 1st sg (epic) ὀρφανεύω take care of fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευθεῖσαν — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευθείσῃ — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεῦσαι — ὀρφανεύω take care of aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεύεται — ὀρφανεύω take care of pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρφανεύετο — ὀρφανεύω take care of imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)