1 ὀρφίον
ὀρφίον, τό, dim. zu ὄρφος, Alex. Trall.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀρφίον
όρφιος — ὄρφιος, ία, ον (Α) [ορφός] 1. παρασκευασμένος από ορφό 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὄρφιον μικρός ορφός … Dictionary of Greek