-
1 ορτυγοτροφείον
-
2 ὀρτυγοτροφεῖον
-
3 ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτῠγο-τροφεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρτυγοτροφεῖον
-
4 ορτυγοτροφείοις
-
5 ὀρτυγοτροφείοις
См. также в других словарях:
ορτυγοτροφείον — ὀρτυγοτροφεῑον, τὸ (Α) [ορτυγοτρόφος] τόπος εκτροφής ορτυκιών … Dictionary of Greek
ὀρτυγοτροφεῖον — quail coop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτυγοτροφείοις — ὀρτυγοτροφεῖον quail coop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԼՈՐԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 0893 Chronological Sequence: 10c գ. ὁρτυγοτροφεῖον locus ubi coturnix alitur. տեղի կամ վանդակ, ուր պահի լոր թռչունն. ... *Էր ʼի մէջ ձեղուանն լորանոց սոկի. յորում էր հաւն այն (ʼի) չափս նղնւնոյ. Պտմ. աղեքս.: (վրիպակաւ գրի լարանոց) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)