-
1 ὀρσο-θύρη
ὀρσο-θύρη, ἡ, wahrscheinlich eine Thür, zu der man auf Stufen, auf einer Treppe hinansteigt, eine Stufenthür, Od. 22, 126. 333, vgl. bes. 132, ἀν' ὀρσοϑύρην ἀναβαίνειν; nach den alten Erklärern ϑύρα τις ἐπίσημος, ὑψηλοτέραν πρόςβασιν ἔχουσα, auch ἐκτομὰς ϑύρα, δι' ἧς εἰς ὑπερῷον ἀναβαίνουσιν ὀρούοντες ἐπ' αὐτῆς. Auch Simon. bei E. M. 634 b.
-
2 ὀρσοθύρη
ὀρσο-θύρη, ἡ, wahrscheinlich eine Tür, zu der man auf Stufen, auf einer Treppe hinansteigt, eine Stufentür
См. также в других словарях:
όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… … Dictionary of Greek