-
1 ὀρσί-πους
-
2 ὀρσίπους
A raising the foot, swift-footed,ἔλαφοι AP15.27
(Simm.);ὀ. βοή
stirring the feet to flight,Trag.Adesp.
245.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσίπους
-
3 ὀρσίπους
-
4 ορσιπους
См. также в других словарях:
ορσίπους — ὀρσίπους, ποδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πούς] … Dictionary of Greek