-
1 ὀρσί-κτυπος
ὀρσί-κτυπος, Lärm erregend, Ζεύς, der Donner Erregende, Pind. Ol. 11, 85.
-
2 ὀρσίκτυπος
ὀρσί-κτῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσίκτυπος
-
3 ὀρσίκτυπος
ὀρσί-κτυπος, Lärm erregend, Ζεύς, der Donner Erregende -
4 ορσικτυπος
См. также в других словарях:
ορσίκτυπος — ὀρσίκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί θόρυβο, που βροντά («ὀρσικτύπου Διός... κεραυνόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + κτύπος] … Dictionary of Greek