-
1 ὀρρωδέως
ὀρρωδ-έως, Adv.,A = ἐμφόβως, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρρωδέως
-
2 ὀῤῥωδής
-
3 ἔμφοβος
ἔμφοβ-ος, ον,II [voice] Pass., in fear, timorous,ὕπειξις τῆς ψυχῆς Thphr.Char.25.1
; terrified, frightened, LXX Si.19.24, Ev.Luc.24.5, al., Bull.Soc.Alex.6.45. Adv.- βως Hsch.
s.v. ὀρρωδέως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφοβος
См. также в других словарях:
ορρωδέως — ὀρρωδέως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφόβως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορρωδώ] … Dictionary of Greek