Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀροφῶν

  • 1 οροφών

    ὀροφή
    roof of a house: fem gen pl
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act masc nom sg
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > οροφών

  • 2 ὀροφῶν

    ὀροφή
    roof of a house: fem gen pl
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres part act masc nom sg
    ὀροφόω
    cover with a roof: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > ὀροφῶν

  • 3 ορόφων

    ὄροφος
    reed used for thatching houses: masc gen pl
    ὀροφόω
    cover with a roof: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ορόφων

  • 4 ὀρόφων

    ὄροφος
    reed used for thatching houses: masc gen pl
    ὀροφόω
    cover with a roof: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ὀροφόω
    cover with a roof: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὀρόφων

См. также в других словарях:

  • ὀροφῶν — ὀροφή roof of a house fem gen pl ὀροφόω cover with a roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act masc nom sg ὀροφόω cover with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόφων — ὄροφος reed used for thatching houses masc gen pl ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»