-
1 οροφώματα
-
2 ὀροφώματα
См. также в других словарях:
ὀροφώματα — ὀρόφωμα roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οροφώματα
2 ὀροφώματα
ὀροφώματα — ὀρόφωμα roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)