-
1 ὀροφή
ὀροφή, ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόϑεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.
-
2 ὀροφή
ὀροφή, ἡ, die obere Decke eines Zimmers -
3 ὀροφη-φόρος
ὀροφη-φόρος, das Dach tragend, von Gebäuden, Agath. 48 (IX, 631), von der Schildkröte.
-
4 ὀροφη-φάγος
ὀροφη-φάγος, das Dach verzehrend, zerstörend, πῦρ, Agath. 63 (IX, 152).
-
5 ὀροφηφάγος
ὀροφη-φάγος, das Dach verzehrend, zerstörend -
6 ὀροφηφόρος
ὀροφη-φόρος, das Dach tragend, von Gebäuden, von der Schildkröte -
7 κατα-ποικίλλω
κατα-ποικίλλω, mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; τὸ σῶμα Plat. Tim. 85 a; vom Maler, Euthyphr. 6 d; πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Callixen. bei Ath. V, 204 b; eigenthümlich ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt, D. Sic. 1, 47.
-
8 αὐτ-όροφος
αὐτ-όροφος ( ὀροφή), sich selbst bedachend, von Natur bedeckt, σκηναί D. Hal. 1, 79; στέγη, natürliches Dach, Ael. N. A. 16, 17; ἄντρα πέτρης αὐτορόφου Opp. H. 1, 22; Cyn. 2, 588.
-
9 ὀροφιαῑος
-
10 ἀν-ώροφος
-
11 ἐλεφάντινος
ἐλεφάντινος, von Elfenbein; Ar. Plut. 815; ὀροφή Plat. Critia. 116 d; schön wie Elfenbein, weiß, χείρ Ar. Equ. 1159; μέτωπον, τράχηλος, Anacr. 15, 12. 16, 29.
-
12 ἑξ-ώροφος
-
13 ἑξώροφος
-
14 καταποικίλλω
κατα-ποικίλλω, mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; vom Maler; ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt
См. также в других словарях:
ὀροφῇ — ὀροφή roof of a house fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφή — roof of a house fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… … Dictionary of Greek
οροφή — η 1. εσωτερική κάλυψη στέγης, αλλ. ταβάνι. 2. στέγη οικήματος. 3. το ανώτατο ύψος όπου μπορεί να φτάσει το αεροσκάφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀροφαῖς — ὀροφή roof of a house fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφαί — ὀροφή roof of a house fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῆς — ὀροφή roof of a house fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῇσιν — ὀροφή roof of a house fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφήν — ὀροφή roof of a house fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφῶν — ὀροφή roof of a house fem gen pl ὀροφόω cover with a roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act masc nom sg ὀροφόω cover with a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek