-
1 οροφηφαγος
См. также в других словарях:
οροφηφάγος — ὀροφηφάγος, ον (ΑΜ) αυτός που τρώει, δηλ. καταστρέφει, την οροφή («ὀροφηφάγον πῡρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
ὀροφηφάγον — ὀροφηφάγος roof destroying masc/fem acc sg ὀροφηφάγος roof destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)