Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀρομάλιδες

См. также в других словарях:

  • ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρομαλίδες — ὀρομᾱλίδες , ὀρομαλίδες wild apples fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ὀρομαλίδας — ὀρομᾱλίδας , ὀρομαλίδες wild apples fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»