-
1 ὀρομᾱλίδες
ὀρο-μᾱλίδες, αἱ, eine Art wilder Äpfel, Bergäpfel -
2 μελιχρός
μελιχρός, honigsüß (mit Honig bereitet); οἶνος, Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2.
-
3 ὀρειμαλίδες
ὀρειμαλίδες, αἱ, = ὀρομαλίδες, vgl. Koen zu Greg. Cor. 120.
-
4 ὀριμᾱλίδες
ὀριμᾱλίδες, αἱ, s. ὀρομαλίδες, Theocr. 5, 95 u. Sp.
См. также в других словарях:
ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
ὀρομαλίδες — ὀρομᾱλίδες , ὀρομαλίδες wild apples fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ὀρομαλίδας — ὀρομᾱλίδας , ὀρομαλίδες wild apples fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)