-
1 ὀροι-βάς
См. также в других словарях:
οροβάδων — ὀροβάδων (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεβρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο (βλ. λ. όρος [II]) + βάς, άδος (< βαίνω), πρβλ. εμ βάς, οροι βάς] … Dictionary of Greek
οροιβάδες — ὀρειβάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ αἶγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < οροι (βλ. λ. όρος [II]) + βάς, βάδος (< βαίνω) βλ. και λ. οροβάδων] … Dictionary of Greek