-
1 οροβιτης
-
2 ὀροβίτης
A like or of the size of theὄροβος, λίθος D.S.3.13
:—fem. [full] ὀροβῖτις, prepared chrysocolla, Plin.HN33.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροβίτης
-
3 οροβίτην
-
4 ὀροβίτην
См. также в других словарях:
οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek
οροβίτις — ὀροβῑτις, ἡ (Α) βλ. οροβίτης … Dictionary of Greek
ὀροβίτην — ὀροβί̱την , ὀροβίτης like masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)