Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀροβίτης

См. также в других словарях:

  • οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • οροβίτις — ὀροβῑτις, ἡ (Α) βλ. οροβίτης …   Dictionary of Greek

  • ὀροβίτην — ὀροβί̱την , ὀροβίτης like masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»