-
1 ορθοκραιρος
См. также в других словарях:
ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] … Dictionary of Greek
τανύκραιρος — ον, Α αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό κραιρος] … Dictionary of Greek
ομόκραιρος — ὁμόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει όμοια κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθό κραιρος)] … Dictionary of Greek