-
1 ορθότης
-
2 ὀρθότης
-
3 ὀρθότης
ὀρθότης, ητος, ἡ, die Gradheit, der aufrechte Stand, des Menschen, Xen. Mem. 1, 4, 11. Gew. übertr. die Richtigkeit, Wahrheit, Plat. oft, Ggstz ἁμαρτία περὶ νόμων, Legg. I, 627 d; καὶ εὐτυχία, Euthyd. 282 a; Arist. eth. 6, 9; Plut. Mar. 14.
-
4 ορθοτης
- ητος ἥ1) вертикальное положение (sc. τοῦ ἀνθρώπου Xen., Arst.)2) прямизна(τῶν ὀστῶν Arst.)
3) правильность, истинность, справедливость(λογισμῶν Plat.; τῶν ἐπῶν Arph.)
4) прямота, честность(ἀρετέ καὴ ὀ. Plut.)
-
5 ὀρθότης
ὀρθότης, ητος, ἡ, die Gradheit, der aufrechte Stand, des Menschen. Gew. übertr. die Richtigkeit, Wahrheit -
6 ὀρθότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθότης
-
7 ὀρθοσύνη
ὀρθοσύνη, ἡ, = ὀρϑότης, Sp.
-
8 ἁμαρτία
ἁμαρτία, ἡ, Fehler, Sünde, Tragg.; Ar. Ran. 1131, com. u. att. Prosa. Ggstz ὀρϑότης, Plat. Legg. I, 627 d II, 668 d; ἁμαρτίαν περὶ τοὺς ϑεοὺς ἁμαρτάνειν Rep. II, 379 d; minder gebräuchlich als ἁμάρτημα.
-
9 βουλη
дор. βουλά и βωλά, эол. βόλλα ἥ1) воля, желание, решение, замысел(Διὸς ἐτελείετο β. Hom.)
2) мнение, намерение(τούτοις οὐκ ἔστι κοινέ β. Plat.)
3) совет, наставление(ἀγαθή Hom.; ὀρθότης βουλῆς Arst.)
λαβεῖν τι βουλαῖς τινος Soph. — достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам4) размышление, обсуждение(περί и ὑπέρ τινος Plat., Dem.)
ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. — обсуждать что-л.;βουλέν διδόναι Her. — обдумывать, Xen. давать время на размышление5) совещание, совет, совещательный орган(γερόντων Hom.; βουλέν καταρρίψαι Aesch.; ἥ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.)
6) ( в Афинах)(тж. ἥ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἥ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет ( решения которого должно было утверждать народное собрание - ἐκκλησία или δῆμος)
βουλῆς εἶναι Thuc. — быть членом Совета Пятисот7) (преимущ. ἥ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἥ ἄνω β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище ( в Афинах),8) поздн. (в Риме, тж. σύγκλητος) сенат -
10 ορθότητα
-
11 ὀρθότητα
-
12 ορθότητες
-
13 ὀρθότητες
-
14 ορθότητι
-
15 ὀρθότητι
-
16 ορθότητος
-
17 ὀρθότητος
-
18 βουλή
βουλή, ἡ, [dialect] Dor. [full] βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, [dialect] Aeol. [full] βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.2 counsel, design,βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652
, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.;κακὴ β. Hes.Op. 266
;πρᾶτος.. καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658
([place name] Ithaca);νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12
(butἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35
);ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78
; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.;β. διδόναι X. Cyr.7.2.26
;β. προτιθέναι περί τινος D.18.192
;β. ἄγειν Polyaen.7.39
; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον .. D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri. 49d;βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN 1142b16
: in pl., counsels, A.Pr. 221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716.II Council of elders, Senate,βουλ ὴν ἷζε γερόντων Il.2.53
, cf. Od.3.127, A.Ag. 884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V. 590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (orἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20
, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; alsoβ. ἀπὸ κυάμου Th.8.66
); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. [full] βουλῆς, ὁ); ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8
;ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1
. -
19 δόξα
A expectation, οὐδ' ἀπὸ δόξης not otherwise than one expects, Il.10.324, Od.11.344; in Prose,παρὰ δόξαν ἢ ὡς κατεδόκεε Hdt.1.79
, etc.; ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος hoping for.., Pi.O. 10(11).63; δόξαν παρέχειν τινὶ μὴ ποιήσεσθαι .. to make one expect that.., X.HG7.5.21; δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς .., c. part., Pl.Sph. 216d; ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, = Lat. spe excidere, Hdt.7.203.II after Hom., notion, opinion, judgement, whether well grounded or not,βροτῶν δόξαι Parm.1.30
, cf. 8.51;ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ A.Pers.28
(anap.);ἃ δόξῃ τοπάζω S.Fr. 235
;δόξῃ γοῦν ἐμῇ Id.Tr. 718
; κατά γε τὴν ἐμήν, with or without δόξαν, Pl.Grg. 472e, Phlb. 41b: opp. ἐπιστήμη, Id.Tht. 187b sq., R. 506c, Hp. Lex 4, Arist.Metaph. 1074b36;φάσεις καὶ δ. Id.EN 1143b13
; opp. νόησις, Pl.R. 534a; ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί capable of being subjects of true opinion, Id.Tht. 202b;δ. ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς Id.Phlb. 36c
;δόξης ὀρθότης ἀλήθεια Arist.EN 1142b11
;δ. ἐμποιεῖν περί τινος Id.Pol. 1314b22
; κύριαι δ. philosophical maxims, title of work by Epicurus, Phld.Ir.p.86 W., etc.;αἱ κοιναὶ δ.
axioms,Arist.
Metaph. 996b28.2 mere opinion, conjecture, δόξῃ ἐπίστασθαι, ἡγεῖσθαι, imagine, suppose (wrongly), Hdt.8.132, Th.5.105;δόξης ἁμαρτία Id.1.32
; δόξαι joined with φαντασίαι, Pl.Tht. 161e, cf. Arist.Ph. 254a29 (but distd. fr. φαντασίαι, Id.de An. 428a20); κατὰ δόξαν, opp. κατ' οὐσίαν, Pl.R. 534c; ὡς δόξῃ χρώμενοι speaking by guess, Isoc.8.8, cf. 13.8.3 fancy, vision,δ. ἀκόνας λιγυρᾶς Pi.O.6.82
;δ. βριζούσης φρενός A.Ag. 275
;οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Id.Ch. 1053
, cf. 1051; of a dream, E.Rh. 780;δ. ἐνυπνίου Philostr.VA1.23
: pl., hallucinations, Alex.Trall.1.17.III the opinion which others have of one, estimation, repute, first in Sol.13.4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, cf. 34;δ. ἐπ' ἀμφότερα φέρεσθαι Th.2.11
.2 mostly, good repute, honour, glory, Alc.Supp.25.11, A.Eu. 373 (lyr., pl.), Pi.O.8.64, etc.;δόξαν φύσας Hdt.5.91
; δόξαν σχεῖν τινός for a thing, E.HF 157;ἐπὶ σοφίᾳ δ. εἰληφώς Isoc.13.2
;ἐπὶ καλοκἀγαθίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ὁμολογουμένην πεποιημένος Plb.35.4.8
;δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ᾑρημένος D.2.15
;δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Pl.Mx. 241b
; δ. ἔχειν ὥς εἰσι .. D.2.17;δ. καταλιπεῖν Id.3.24
: in pl.,οἱ ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Isoc.4.51
.3 rarely of ill repute, [δ.] ἀντὶ καλῆς αἰσχρὰν τῇ πόλει περιάπτειν D.20.10
;λαμβάνειν δ. φαύλην Id.Ep.3.5
;κληρονομήσειν τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δ. Plb. 15.22.3
.4 popular repute or estimate,εἰσφέρων οὐκ ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας.. ἀλλ' ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπεν D.21.157
.IV of external appearance, glory, splendour, esp. of the Shechinah, LXX Ex.16.10, al.;δ. τοῦ φωτός Act.Ap.22.11
: generally, magnificence,πλοῦτον καὶ δ. LXX Ge.31.16
, cf. Ev.Matt.4.8, al.; esp. of celestial beatitude, 2 Ep.Cor.4.17: pl., 1 Ep.Pet.1.11; also of illustrious persons, dignities,δόξας οὐ τρέμουσιν 2 Ep.Pet.2.10
;δ. βλασφημεῖν Ep.Jud.8
. -
20 πλαγιασμός
πλᾰγι-ασμός, ὁ,2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60.II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflexion, Sch.rec.S.El. 365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγιασμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀρθότης — upright posture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθότητα — ὀρθότης upright posture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθότητες — ὀρθότης upright posture fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθότητι — ὀρθότης upright posture fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθότητος — ὀρθότης upright posture fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθότητα — η (Α ὀρθότης, ητος) [ορθός] 1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα τού συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.) 2. ευθύτητα αρχ. 1. η όρθια στάση 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση 3.… … Dictionary of Greek
Orthotes — (Greek: Ὁρθότης rightness ) is a Greek philosophy concept which means approximately an eye s correctness . In Plato s philosophy it is said to be the passage from the physical eyes to the eyes of the intellect. At least this seems to be the… … Wikipedia
ПРОДИК — ПРОДИК (Πρόδικος) Кеосский (после 470 после 399 до н. э.), др. греч. софист; активно участвовал в политической жизни своего города и выполнял дипломатические поручения, сочетая эту деятельность с преподаванием и произнесением показательных… … Античная философия
εννοιακός — ἐννοιακός, ή, όν (Μ) [έννοια] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έννοια («ἐννοιακὴ ὀρθότης», Ευστ.) … Dictionary of Greek
Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… … Dictionary of Greek
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия