-
1 ὀρθό-κρανος
ὀρθό-κρανος, mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.
-
2 ὀρθόκρανος
ὀρθό-κρᾱνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθόκρανος
-
3 ὀρθόκρανος
ὀρθό-κρανος, mit gerade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel -
4 ορθοκρανος
-
5 κρᾱνίον
κρᾱνίονGrammatical information: n.Meaning: `skull, brain-pan', also of the head in gen. (Θ 84 [Atticism?, Wackernagel Unt. 225, Chantraine Gramm. hom. 1, 18, Shipp Studies 21], Pi. I. 4, 54, Att.).Compounds: As 1. member in κρανιό-λειος `bald-headed' ( Com. Adesp. 1050); not seldom as 2. member, esp. in medic. expressions, e.g. ὀπισθο-κράνιον `occiput', ἐγ-κράνιον `cerebellum' (after ἐγ-κέφαλος), but also otherwise, e.g. βου-κράνιον `oxhead' (EM), also as plant-name (Ps.-Dsc., Gal., Strömberg Pflanzennamen 47). Adjectival hypostasis περι-κράνιος `running around the skull' (Plu., medic.).Derivatives: Beside it, older and more usual, -κρᾱνον, e.g ἐπί-κρανον `capital, head-band' (Pi., E., inscr.), ποτί-κρανον `cushion' (Sophr., Theoc.), ὀλέ-κρανον `head of the elbow' (Hp., Ar., Arist.), κιο(νό)-κρανον (s. κίων). Adj., e. g. βού-, ἐλαφό-, δί-, τρί-, χαλκεό-, ὀρθό-κρανος. Rarely as 1. member: κρανο-κοπέω `cut off the head' (pap.); on κρανο-κολάπτης s. κράνον. -- Denomin. verbs: κρανίξαι ἐπὶ κεφαλην ἀπορρῖψαι, κρηνιῶν καρηβαρῶν H.; hypostasis ἀποκρανίξαι `tear from the head' (AP), `cut off the head' (Eust.). The secondary formation κρᾱνίον goes back on a nominal basis. We can better start directly from the oblique stem κρᾱν-.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- `head, horn'Page in Frisk: 2,6-7Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρᾱνίον
См. также в других словарях:
μυριόκρανος — μυριόκρανος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα κεφάλια, μυριοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κρανος (< *κρᾶνον), πρβλ. ορθό κρανος, τρί κρανος] … Dictionary of Greek
πολιόκρανος — ον, Α αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κρανος (< *κρανον [πρβλ. κρανίον]), πρβλ. μακρό κρανος, ορθό κρανος] … Dictionary of Greek
πολύκρανος — ον, Α 1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.) 2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό κρανος] … Dictionary of Greek
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
υψίκρανος — ον, Μ υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. ὀρθό κρανος] … Dictionary of Greek
ψιλόκρανος — ον, Μ ψιλοκόρρης*, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κρανος (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. ορθό κρανος] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek