Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρθρῑνός

См. также в других словарях:

  • ὀρθρινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθρινός — ή, ό (Α ὀρθρινός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή τού ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας… …   Dictionary of Greek

  • ὀρθρινά — ὀρθρινός neut nom/voc/acc pl ὀρθρινά̱ , ὀρθρινός fem nom/voc/acc dual ὀρθρινά̱ , ὀρθρινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινῶν — ὀρθρινός fem gen pl ὀρθρινός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινόν — ὀρθρινός masc acc sg ὀρθρινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθριναῖς — ὀρθρινός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθριναί — ὀρθρινός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινοῖς — ὀρθρινός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινοί — ὀρθρινός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινοῦ — ὀρθρινός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθρινούς — ὀρθρινός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»